- Λίμνας
- Λίμνᾱς , Λίμναιfem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λιμνάς — λιμνάς, άδος, ἡ (Α) (ποιητ. θηλ.) βλ. λιμναίος … Dictionary of Greek
λίμνας — λίμνᾱς , λίμνη pool of standing water fem acc pl λίμνᾱς , λίμνη pool of standing water fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιμνάδα — λιμνάς fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιμνάδας — λιμνάς fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιμνάδος — λιμνάς fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιμνάσιν — λιμνάς fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
НИЛ — • Nilus, ο̉ Νει̃λος, река в Египте, одна из величайших рек на земле. Гомер знает ее под именем Α ίγυπτος (Ноm. Od. 3, 300. 4, 477. 581). Название Н. происходит, кажется, от индийского Nilas, черный, вследствие его илистой воды;… … Реальный словарь классических древностей
εύξεινος — ο(ν) (Α εὔξεινος, ον, ιων. τ. τού εὔξενος, ον) φρ. «Εύξεινος Πόντος» ή «Εύξεινος» (κατ ευφ. αντί άξενος) Μαύρη Θάλασσα («ἐξίει πρὸς βορεὴν ἄνεμον ἐς τὸν Εὔξεινον καλεόμενον Πόντον», Ηρόδ.) αρχ. (και με τα ουσ. πέλαγος, οἶδμα) φιλικός προς τους… … Dictionary of Greek
λάσαγγες — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «οἱ περὶ τὰς Λίμνας χλωροὶ βάτραχοι» … Dictionary of Greek
λιμναίος — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ο Λ. ήταν ονομαστός ασκητής και υπήρξε μαθητής των αγίων Θαλάσσιου και Μάρωνα. Η μνήμη του τιμάται στις 22 Φεβρουαρίου. * * * α, ο (Α λιμναῑος, αία, ον, ποιητ. θηλ. λιμνάς, άδος) [λίμνη] 1. αυτός που ανήκει,… … Dictionary of Greek